δραίνω

δραίνω

δραίνω, entst. aus ΔΡΑΝἸΩ, thun wollen, Homer einmal, Iliad. 10, 96, vgl. Apoll. Lex. Hom p. 60, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δραίνω — to be ready to do pres subj act 1st sg δραίνω to be ready to do pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραίνω — (Α) 1. είμαι έτοιμος, πρόθυμος να κάνω κάτι 2. έχω δύναμη, ισχύ …   Dictionary of Greek

  • δραίνει — δραίνω to be ready to do pres ind mp 2nd sg δραίνω to be ready to do pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραίνειν — δραίνω to be ready to do pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραίνεις — δραίνω to be ready to do pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδρανής — ές (Α ἀδρανής) ο μη δραστήριος, οκνός, νωθρός νεοελλ. ακίνητος αρχ. 1. αδύναμος, ασθενικός 2. (για τον σίδηρο) αυτός που έχει χάσει τη δύναμή του, ο άχρηστος 3. ανύπαρκτος, φανταστικός, πλασματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δραίνω. ΠΑΡ. ἀδράνεια …   Dictionary of Greek

  • δρώ — (AM δρῶ, άω) 1. αναπτύσσω δράση, ενέργεια 2. επιδρώ 3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα δρώμενα α) θεατρική παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμα β) θρησκευτικές τελετές αρχ. 1. πράττω, ενεργώ, κατορθώνω 2. προσφέρω θυσία, τελώ μυστικές ιεροτελεστίες 3. κάνω… …   Dictionary of Greek

  • ευδρανής — εὐδρανής, ές (Μ) 1. (για πρόσωπα) ρωμαλέος, εύρωστος 2. (για ιδέες, πνευματικές ικανότητες κ.λπ.) ισχυρός, σταθερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δρανής (< δραίνω «είμαι έτοιμος για δράση», παράλλ. τ. τού δρω), πρβλ. α δρανής, ολιγο δρανής] …   Dictionary of Greek

  • λιποδρανής — λιποδρανής, ές (Α) αυτός που έχει έλλειψη δυνάμεως, που δεν έχει δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α δρανής, αμφι δρανής] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοδρανής — ὀλιγοδρανής, ές (Α) αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α δρανής, λιπο δρανής] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοδρανώ — ὀλιγοδρανῶ, έω (Α) 1. έχω λίγη δύναμη, είμαι αδύναμος, ασθενικός 2. (ο επικ. τ. τὴς μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ὀλιγοδρανέων, έουσα, έον ασθενικός, αδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δρανῶ (< δρανής < δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”