μαρμάρειος

μαρμάρειος

μαρμάρειος, = Folgdm, Hesych. erkl. λευκόν, λαμπρόν; auch = aus Marmor.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαρμάρειος — μαρμάρειος, εία, ον (Α) βλ. μαρμάρεος (I) …   Dictionary of Greek

  • μαρμάρειος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμάρειον — μαρμάρειος masc acc sg μαρμάρειος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρεία — μαρμαρείᾱ , μαρμάρειος fem nom/voc/acc dual μαρμαρείᾱ , μαρμάρειος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμάρεος — (I) μαρμάρεος και, κατά τον Ησύχ., μαρμάρειος, α, ον (Α) ιδίως για μέταλλα) αυτός που λάμπει, που ακτινοβολεί, ο στιλπνός, ο αστραφτερός («αἰγίδα θυσανόεσσαν μαρμαρέην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω» + κατάλ. εος (πρβλ. αργύρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”