- πρό-κοιτος
πρό-κοιτος, vorn od. vor dem Hause schlafend od. Wache haltend, excubitor, Pol. 11, 5 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρό-κοιτος, vorn od. vor dem Hause schlafend od. Wache haltend, excubitor, Pol. 11, 5 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάκοιτος — η, ο (AM κατάκοιτος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι από κάποια αρρώστια, κρεβατωμένος αρχ. αυτός που αναπαύεται στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. από κοιτος, πρό κοιτος] … Dictionary of Greek
πρόκοιτος — ον, Α 1. φρουρός που φυλάει μπροστά από μια θέση και κυρίως αυτός που ανήκει στην προφυλακή 2. θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοιτος (< κοίτη «κρεβάτι, φωλιά»), πρβλ. κατά κοιτος] … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
υπερκοιτώ — έω, Μ (για ποταμό) χύνομαι πάνω από την κοίτη, πλημμυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κοιτῶ (< κοιτος < κοίτη), πρβλ. προ κοιτῶ] … Dictionary of Greek