- δραμοῦμαι
δραμοῦμαι, aor. II. u. fut. zu τρέχω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δραμοῦμαι, aor. II. u. fut. zu τρέχω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δραμοῦμαι — τρέχω run fut ind mid 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… … Dictionary of Greek