- ναρδο-λιπής
ναρδο-λιπής, ές, mit Nardenöl gesalbt, πλόκαμοι, Myrin. 2 (VI, 254).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναρδο-λιπής, ές, mit Nardenöl gesalbt, πλόκαμοι, Myrin. 2 (VI, 254).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυλιπής — ὀξυλιπής, ὁ (Α) φρ. «ὀξυλιπὴς ἄρτος» άρτος παρασκευασμένος με ξίδι και λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λιπής (< λίπα «λίπος»), πρβλ. ναρδο λιπής] … Dictionary of Greek