- δρακοντίας
δρακοντίας, ὁ, = δρακόντειος, E. M.; – πυρός, eine Weizenart, Theophr.; – σικυός, eine Gurkenart, Ath. III, 74 b; – λίϑος, ein Edelstein, Plin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δρακοντίας, ὁ, = δρακόντειος, E. M.; – πυρός, eine Weizenart, Theophr.; – σικυός, eine Gurkenart, Ath. III, 74 b; – λίϑος, ein Edelstein, Plin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δρακοντίας — δρακοντίας, ο (AM) μσν. πολύτιμη πέτρα αρχ. 1. δρακόντειος 2. φρ. α) «δρακοντίας πυρός» είδος σιταριού β) «δρακοντίας σίκυς» αγγούρι 3. πέτρα που βρίσκεται στο κεφάλι ερπετού … Dictionary of Greek
δρακοντίας — δρακοντίᾱς , δρακοντίας with coarse straw masc acc pl δρακοντίᾱς , δρακοντίας with coarse straw masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντίαις — δρακοντίας with coarse straw masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντίης — δρακοντίας with coarse straw masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντία — δρακοντίᾱ , δρακοντίας with coarse straw masc nom/voc/acc dual δρακοντίας with coarse straw masc voc sg δρακοντίᾱ , δρακοντίας with coarse straw masc voc sg (attic) δρακοντίᾱ , δρακοντίας with coarse straw masc gen sg (doric aeolic) δρακοντίας … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντίαν — δρακοντίᾱν , δρακοντίας with coarse straw masc acc sg (attic epic doric aeolic) δρακοντίας with coarse straw masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντίου — δρακόντιον fish neut gen sg δρακοντίας with coarse straw masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)