- δραγμός
δραγμός, ὁ, das Erfassen; Eur. Cycl. 169; Qu. Sm. 1, 350.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δραγμός, ὁ, das Erfassen; Eur. Cycl. 169; Qu. Sm. 1, 350.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δραγμός — grasping masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραγμός — Αρχαία πόλη της Κρήτης στην ανατολική περιοχή του νησιού, που ορισμένοι ταυτίζουν με το Γράμμιον. Βρισκόταν ανάμεσα στις πόλεις Πραισός και Ίτανος και ασκούσε απόλυτο έλεγχο στο Δικταίο ιερό, από το οποίο απολάμβανε τα οικονομικά οφέλη. Κατά τον… … Dictionary of Greek
δραγμοῦ — δραγμός grasping masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραγμόν — δραγμός grasping masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράττομαι — (AM δράττομαι και δράσσομαι και δράζομαι και σπαν. δράττω) 1. πιάνω κάτι σφιχτά με το χέρι μου, χουφτώνω 2. συλλαμβάνω με δύναμη, αρπάζω νεοελλ. μτφ. επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι («δράττομαι τής ευκαιρίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δράσσομαι (αττ.… … Dictionary of Greek
Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… … Dictionary of Greek
δραγμῶν — δραγμή handful fem gen pl δραγμός grasping masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)