μαραντικός

μαραντικός

μαραντικός, welk, schwach machend, Schol. Il. 9, 242. Bei Phryn. in B. A. 32 Erkl. von γέρων ῥυσός, schwach.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαραντικός — μαραντικός, ή, όν (Α) [μαραίνω] 1. αυτός που μαραίνει, που εξασθενίζει 2. μαραμένος, αδύνατος («γέρων ῥυσὸς καὶ μαραντικός», Φρύν.) …   Dictionary of Greek

  • μαραντικός — wasting away masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραντικόν — μαραντικός wasting away masc acc sg μαραντικός wasting away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραντικοῖς — μαραντικός wasting away masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραντικοῦ — μαραντικός wasting away masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραντικῷ — μαραντικός wasting away masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”