- μαρμαρῖτις
μαρμαρῖτις, ιδος, ἡ, πέτρα, Marmorstein, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαρμαρῖτις, ιδος, ἡ, πέτρα, Marmorstein, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαρμαρίτις — μαρμαρῑτις, ιδος, ἡ (Α) 1. (για πέτρα) αυτή που είναι όμοια με το μάρμαρο 2. είδος φυτού τού γένους παιωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + επίθημα ῖτις (πρβλ. κυαν ίτις, λιμεν ίης). Το φυτό πήρε την ονομασία αυτή λόγω τού κυανόφαιου χρώματος τών… … Dictionary of Greek
μαρμαρῖτις — like marble fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρίτιδος — μαρμαρί̱τιδος , μαρμαρῖτις like marble fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)