- μαρμαρόεις
μαρμαρόεις, εσσα, εν, = μαρμάρεος, schimmernd, glänzend, Ὀλύμπου μαρμαρόεσσαν αἴγλαν, Soph. Ant. 606; Hesych. erkl. λάμπων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαρμαρόεις, εσσα, εν, = μαρμάρεος, schimmernd, glänzend, Ὀλύμπου μαρμαρόεσσαν αἴγλαν, Soph. Ant. 606; Hesych. erkl. λάμπων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαρμαρόεις — μαρμαρόεις, εσσα, εν (Α) μαρμάρεος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις)] … Dictionary of Greek
μαρμαρόεντα — μαρμαρόεις neut nom/voc/acc pl μαρμαρόεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρόεσσα — μαρμαρόεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρόεσσαν — μαρμαρόεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… … Dictionary of Greek