μαργάς

μαργάς

μαργάς, άδος, ἡ, erkl. Hesych. δεσμός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαργάς — μαργάς, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δεσμός». [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργαίνω + κατάλ. άς (πρβλ. μαιν άς)] …   Dictionary of Greek

  • μάργωμα — (I) το, και μαργωμάδα, η [μαργώνω (I)] μούδιασμα, νάρκη που προκαλείται από το ψύχος, ξεπάγιασμα. (II) το [μαργώνω (II)] φθινοπωρινή γεωργική εργασία με την οποία εμπλουτίζεται το χώμα με την προσθήκη και ανάμιξη μάργας …   Dictionary of Greek

  • μαργώνω — (I) (Μ μαργώνω) 1. μουδιάζω, κοκαλιάζω από το ψύχος, ξεπαγιάζω («εμάργωνεν εις την φωτιά, κι ήβραζε στον αέρα», Ερωτόκρ.) 2. μειώνω, ελαττώνω («τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μαργῶ «μαίνομαι, υβρίζω,… …   Dictionary of Greek

  • Δολομιτικές Άλπεις — Τμήμα των ανατολικών Άλπεων στη βόρεια Ιταλία, που εκτείνεται μεταξύ των κοιλάδων του ποταμού Ιζάρκο στα ΒΔ, Αδίγη στα Δ, Πιάβε στα Α και από την Τσίμα ντ’ Άστα στα Ν. Η ονομασία του οφείλεται στην παρουσία δολομίτη που, μαζί με τους… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”