- μαρεινή
μαρεινή, ἡ, aus Soph. (frg. 908) bei Phot. citirt u. ἡ μεμαρασμένη ὕλη erkl., Ellendt. Vgl. φαίνω u. φαεινός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαρεινή, ἡ, aus Soph. (frg. 908) bei Phot. citirt u. ἡ μεμαρασμένη ὕλη erkl., Ellendt. Vgl. φαίνω u. φαεινός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαρίλη — η (Α μαρίλη και μαρίλα) 1. τέφρα, στάχτη η οποία παράγεται από κάρβουνα που καίγονται 2. λεπτή σκόνη από κάρβουνο, καρβουνόσκονη νεοελλ. λεπτή σκόνη από ξυλάνθρακες που χρησιμοποιείται για την παρασκευή πυρίτιδας αρχ. διάπυρη τέφρα, χόβολη.… … Dictionary of Greek