μαργαρίτης

μαργαρίτης

μαργαρίτης, , u. μαργαρῖτις, ιδος, ἡ, sc. λίϑος, die Perle, sowohl die eigentliche Seeperle, auch Perlmuschel, ὁ μαργαρίτης καλούμενος λίϑος, Theophr. bei Ath. III, 93 b, u. hernach das fem., z. B. πλείστην μαργαρῖτιν, welches überhaupt in dieser Stelle häufiger gebraucht ist, vgl. auch Ael. H. N. 10, 14. 15, 8, – als auch μαργαρίτης χερσαῖος, ein unbestimmter Edelstein, der den dreifachen Werth des reinsten Goldes hatte. – Auch ein Baum, = μαργέλλια, Arist. plant. 1, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαργαρίτης — Επώνυμο οικογένειας με καταγωγή από το χωριό Μαργαρίτι της Ηπείρου. Τα σημαντικότερα μέλη της οικογένειας υπήρξαν αγωνιστές του 1821 και ζωγράφοι του 19ου αι. 1. Γεώργιος (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1884). Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη και στο… …   Dictionary of Greek

  • μαργαρίτης — μαργαρί̱της , μαργαρίτης pearl masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαργαρίτης — ο το μαργαριτάρι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαργαρίτης, Κωνσταντίνος — (; – 1256). Βυζαντινός στρατηγός. Έδρασε την περίοδο βασιλείας του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Γ’ Βατάτζη (1222 54) και του διαδόχου του, Θεόδωρου B’ Δούκα Λάσκαρη (1254 58). Το 1256 ακολούθησε τον Θεόδωρο στην εκστρατεία του εναντίον της… …   Dictionary of Greek

  • Μαργαρίτης, Λώρης — (Αίγιο 1895 – Αθήνα 1953). Πιανίστας και συνθέτης. Η πρώιμη κλίση του στη μουσική εκδηλώθηκε πριν ακόμα συμπληρώσει τα επτά χρόνια του: έπειτα από σχεδόν μηδαμινές μουσικές σπουδές, είχε κιόλας συνθέσει περισσότερα από δέκα έργα για πιάνο, τα… …   Dictionary of Greek

  • Δήμιτσας, Μαργαρίτης — (Αχρίδα 1829 – Αθήνα 1903). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Διετέλεσε σχολάρχης στο ελληνικό σχολείο της πατρίδας του και στην Ελληνική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ίδρυσε εκπαιδευτήριο και δίδαξε γεωγραφία στο Αρσάκειο.… …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελίδης, Μαργαρίτης — (Μηχανιώνα Κυζίκου 1850 – Αθήνα 1932). Ιστορικός της φιλοσοφίας. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης και στα πανεπιστήμια Αθηνών, Λειψίας και Βερολίνου. Αρχικά, δίδαξε σε γυμνάσιο της Κωνσταντινούπολης. Το 1883 διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • μαργαρῖτα — μαργαρίτης pearl masc voc sg μαργαρίτης pearl masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαργαρῖται — μαργαρίτης pearl masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Маргаритис, Филиппос — Филиппос Маргаритис Филиппос Маргаритис (греч. Φίλιππος Μαργαρίτης,Смирна 1810 Вюрцбург 1892)  первый греческий фотограф …   Википедия

  • Margarita (nombre) — Margarita La reina Santa Margarita de Escocia Origen griego Género …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”