- μαργότης
μαργότης, ητος, ἡ, dasselbe, Eur. Andr. 950; φρενῶν, neben ἀκοσμία, Soph. frg. 726; Gefräßigkeit, Plat. Tim. 72 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαργότης, ητος, ἡ, dasselbe, Eur. Andr. 950; φρενῶν, neben ἀκοσμία, Soph. frg. 726; Gefräßigkeit, Plat. Tim. 72 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαργότης — μαργότης, ητος, ἡ (Α) [μάργος] 1. μανιώδες πάθος, μανία, παραφροσύνη 2. λαιμαργία, απληστία («διὰ μαργότητα πολλῷ χρησοίμεθα πλέονι», Πλάτ.) 3. ακολασία, αισχρή επιθυμία, ασέλγεια … Dictionary of Greek
μαργότης — raging passion fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαργότητα — μαργότης raging passion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαργότητι — μαργότης raging passion fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαργότητος — μαργότης raging passion fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)