- δραχμήϊος
δραχμήϊος, = δραχμεῖος, δραχμαῖος; Nic. Th. 604.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δραχμήϊος, = δραχμεῖος, δραχμαῖος; Nic. Th. 604.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δραχμήιον — δραχμήιος weighing a drachm masc acc sg δραχμήιος weighing a drachm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραχμιαίος — α, ο και ιος, ια, ιο (AM δραχμιαῑος, α, ον και δραχμαῑος, α, ον και δραχμήιος, ια, ον) 1. αυτός που έχει αξία μιας δραχμής 2. αυτός που ζυγίζει μια δραχμή … Dictionary of Greek