δραχμίον

δραχμίον

δραχμίον, τό, dim. von δραχμή, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δράμι — και δράμιο, το (Μ δράμιον) 1. μονάδα βάρους ίση με το ένα τεσσαρακοστό τής οκάς το δράμι αντιστοιχεί σε 3,203 γραμμάρια 2. ελάχιστη ποσότητα («δεν έχει δράμι μυαλό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < (αραβ.) dirhem < ελλ. *δράχμιον, υποκορ. τού δραχμή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”