- μαραυγία
μαραυγία, ἡ, das Flimmern vor den Augen, Blendung, τὸ λαμπρὸν φάος μαραυγίαν περιτίϑησι τοῖς ὀφϑαλμοῖς, Archyt. bei Stob. Floril. 1, 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαραυγία, ἡ, das Flimmern vor den Augen, Blendung, τὸ λαμπρὸν φάος μαραυγίαν περιτίϑησι τοῖς ὀφϑαλμοῖς, Archyt. bei Stob. Floril. 1, 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.