δραπέτευσις, ἡ dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δραπέτευση — η (AM δραπέτευμα, το Μ και δραπέτευσις, η) απόδραση, το να φύγει κάποιος κρυφά … Dictionary of Greek