- βαρύ-οσμος
βαρύ-οσμος, = βαρύοδμος, Arist. Mir. Ausc. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρύ-οσμος, = βαρύοδμος, Arist. Mir. Ausc. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόσχοσμος — η, ο αυτός που έχει μυρωδιά μόσχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + οσμος (< οσμή), πρβλ. βαρύ οσμος, ηδύ οσμος] … Dictionary of Greek