- βαρύ-γυιος
βαρύ-γυιος, gliederbeschwerend, -lähmend, νοῦσος Gaetul. 3 (VI, 190); κέλευϑα Opp. Hal. 5, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρύ-γυιος, gliederbeschwerend, -lähmend, νοῦσος Gaetul. 3 (VI, 190); κέλευϑα Opp. Hal. 5, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασύγυιος — θρασύγυιος, ον (Α) (για αθλητή) αυτός που έχει δυνατά μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + γυιος < γυῖον «μέλος τού σώματος» (πρβλ. βαρύ γυιος, εύ γυιος)] … Dictionary of Greek
νεόγυιος — νεόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει νεανικά μέλη, ο νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γυιος (< γυῖον «μέλος τού σώματος»), πρβλ. βαρύ γυιος, θρασύ γυιος] … Dictionary of Greek