- βαρύ-τλητος
βαρύ-τλητος, 1) schwer zu dulden, ὀδύναι Leont. 13 (Plan. 245). – 2) schwer duldend, Ἀττική Ep. ad. 690 (VII, 349); Naumach. Stob. fl. 58, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρύ-τλητος, 1) schwer zu dulden, ὀδύναι Leont. 13 (Plan. 245). – 2) schwer duldend, Ἀττική Ep. ad. 690 (VII, 349); Naumach. Stob. fl. 58, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύτλητος — ον, Α 1. αυτός που υπέστη πολλές δοκιμασίες, πολλά βάσανα* 2. άθλιος, ελεεινός («γήραϊ πολυτλήτῳ βεβάρητο», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλητός (πρβλ. βαρύ τλητος)] … Dictionary of Greek