- βαρύ-στονος
βαρύ-στονος, schwer seufzend, stöhnend, Soph. O. R. 1233 u. a. Sp.; ὑποκριταί Dem. 18, 262; λίϑος M. Arg. 26 (IX, 246). – Adv. -στόνως, Aesch. Eum. 761.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρύ-στονος, schwer seufzend, stöhnend, Soph. O. R. 1233 u. a. Sp.; ὑποκριταί Dem. 18, 262; λίϑος M. Arg. 26 (IX, 246). – Adv. -στόνως, Aesch. Eum. 761.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλόστονος — μεγαλόστονος, ον (Α) αυτός που προξενεί πολλούς στεναγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στόνος (< στένω «στενάζω, κλαίω»), πρβλ. αλί στονος, βαρύ στονος] … Dictionary of Greek
ναυσίστονος — ναυσίστονος, ον (Α) φρ. «ναυσίστονος ὕβρις» αξιοθρήνητη απώλεια πλοίων, στεναγμοί και γόοι που ακούγονται από πλοία εξαιτίας ήττας σε ναυμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + στόνος (< στένω «στενάζω»), πρβλ. αλί στονος βαρύ … Dictionary of Greek
πολύστονος — ον, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλούς στεναγμούς, που στενάζει ή θρηνεί πολύ, δυστυχισμένος 2. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί πολλούς στεναγμούς, ο αίτιος πολλών στεναγμών, ο λυπηρός («εἶτα τὴν πολύστονον Τροίαν ἑλόντα κλέος ὑπέρτατον… … Dictionary of Greek
φιλόστονος — ον, Μ αυτός που τού αρέσει να στενάζει. επίρρ... φιλοστόνως Α με στεναγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στόνος «στεναγμός» (< στένω), πρβλ. βαρύ στονος] … Dictionary of Greek