- βαρύ-σπλαγχνος
βαρύ-σπλαγχνος, schwer zürnend, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρύ-σπλαγχνος, schwer zürnend, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόσπλαγχνος — κακόσπλαγχνος, ον (Α) μικρόψυχος, δειλός, άνανδρος. επίρρ... κακοσπλάγχνως (Μ) άνανδρα, δειλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. βαρύ σπλαγχνος, θρασύ σπλαγχνος] … Dictionary of Greek