- βαρύ-πυκνος
βαρύ-πυκνος, bei den Music. mit dem πυκνόν, w. m. s., in der Tiefe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρύ-πυκνος, bei den Music. mit dem πυκνόν, w. m. s., in der Tiefe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσόπυκνος — μεσόπυκνος, ον (Α) φρ. μουσ. «μεσόπυκνοι φθόγγοι» μια από τις τρεις κατηγορίες τών κινούμενων φθόγγων τής αρχαίας ελληνικής μουσικής (βαρύπυκνοι, μεσόπυκνοι, οξύπυκνοι). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πυκνός (πρβλ. βαρύ πυκνος, οξύ πυκνος)] … Dictionary of Greek
βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
βαρύς, -ιά, -ύ — πληθ. ιοί, ιές, ιά 1. αυτός που έχει μεγάλο βάρος και δύσκολα μετατοπίζεται, ο δυσκίνητος: Σήκωσε μια βαριά βαλίτσα. 2. σοβαρός, οξύς: Υποφέρει από βαριά αρρώστια. 3. ογκώδης, άκομψος: Δε μου αρέσει η βαριά διακόσμηση. 4. πυκνός: Βαρύς καφές. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)