- δρόμημα
δρόμημα, τό, = δράμημα; als v. l. Aesch. Pers, 243; Arist. H. A. 9, 44; vgl. Lob. Phryn. 619.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δρόμημα, τό, = δράμημα; als v. l. Aesch. Pers, 243; Arist. H. A. 9, 44; vgl. Lob. Phryn. 619.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δρόμημα — και δράμημα, το (AM) 1. τρέξιμο 2. τροχιά, διάρκεια … Dictionary of Greek
δρόμημα — δράμημα running neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράμημα — το βλ. δρόμημα … Dictionary of Greek
λέσχημα — λέσχημα, τὸ (Α) φλυαρία, κουτσομπολιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέσχη + κατάλ. ημα (πρβλ. δρόμος: δρόμημα, τροφή: τρόφημα)] … Dictionary of Greek