- βαρυ-ᾱής
βαρυ-ᾱής, ές, 1) schwer athmend, ὕπνος Opp. C. 3, 421. – 2) stark, beschwerlich riechend, Nic. Th. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρυ-ᾱής, ές, 1) schwer athmend, ὕπνος Opp. C. 3, 421. – 2) stark, beschwerlich riechend, Nic. Th. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυαής — ές, Α αυτός που πνέει πολύ ή δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱής (< ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»), πρβλ. βαρυ αής, δυσ αής. Το μακρό ᾱ τού β συνθετικού πιθ. με έκταση λόγω συνθέσεως ή για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
βαρυαής — βαρυαής, ές (Α) 1. φρ. «βαρυαής ὕπνος» ύπνος με βαρύ φύσημα 2. αυτός που αναδίδει δυνατή οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αής < άημι «πνέω δυνατά, φυσώ» (πρβλ. ακραής, αλιαής κ.ά.)] … Dictionary of Greek