- βαρυ-ήκοος
βαρυ-ήκοος, schwer hörend, Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρυ-ήκοος, schwer hörend, Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυήκοος — ον, Α 1. αυτός που ακούει πολλά 2. (κατ επέκτ.) αυτός που, ακούοντας, μαθαίνει πολλά («πολυήκοοι ἐν ταῖς ἀναγνώσεσιν καὶ πολυμαθεῖς», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ήκοος (< ἀκούω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. βαρυ ήκοος, οξυ ήκοος)] … Dictionary of Greek
ταχυήκοος — ον, Μ αυτός που ακούει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. βαρυ ήκοος] … Dictionary of Greek
φιλήκοος — η, ο / φιλήκοος, ον, ΝΜ αυτός που τού αρέσει να ακούει, που αγαπά τα ακροάματα («φιλομαθὴς δὲ μή, μηδὲ φιλήκοος μηδέ ζητητικός», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που τού αρέσει απλώς να ακούει για να περνάει τον χρόνο του, σε αντιδιαστολή προς τον φιλομαθή 2 … Dictionary of Greek
κακήκοια — κακήκοια, ἡ (Α) το να ακούει κάποιος προσεκτικά κακολογίες ή συκοφαντίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί *κακηκοΐα (< κακ(ο) * + ηκοΐα (< ηκοος < ἀκούω), πρβλ. αμβλυ ηκοΐα, βαρυ ηκοΐα] … Dictionary of Greek