- δρυο-κόπος
δρυο-κόπος, Bäume hauend, eine Vogelart, = vorigem, Arist. part. an. 3, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δρυο-κόπος, Bäume hauend, eine Vogelart, = vorigem, Arist. part. an. 3, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… … Dictionary of Greek