πυκνό-θριξ

πυκνό-θριξ

πυκνό-θριξ, τριχος, mit dichtem Haare, Nonn. 36, 302.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλίθριξ — καλλίθριξ, τριχος (Α) 1. αυτός που έχει ωραία μαλλιά, ωραίο τρίχωμα («καλλίτριχα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που έχει ωραία χαίτη («καλλίτριχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. ως ουσ. το ποώδες φυτό ασπλήνιο το τριχομανές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θριξ (<… …   Dictionary of Greek

  • κονδόθριξ — κονδόθριξ, τριχος, ὁ (Μ) αυτός που έχει κοντά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδός «κοντός» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. απαλό θριξ, πυκνό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • μακρόθριξ — μακρόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (ΑM) αυτός που έχει μακριές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + θρίξ, τριχός (πρβλ. ξανθό θριξ, πυκνό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) χρυσομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. πυκνό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • ολόθριξ — ὁλόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει όλες τις τρίχες του, αυτός που έχει πυκνά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + θρίξ, τριχός (πρβλ. πυκνό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • ορθόθριξ — ὀρθόθριξ, τριχος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις τρίχες του ή αυτός που ανορθώνει τις τρίχες άλλου, αυτός που προκαλεί ανατρίχιασμα (α. «ὀρθόθριξ φόβος», Αισχύλ. β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + θρίξ,… …   Dictionary of Greek

  • παχύθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει χοντρές τρίχες 2. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + θριξ, τριχος (< θρίξ), πρβλ. καλλί θριξ] …   Dictionary of Greek

  • πυκνόθριξ — και πυκινόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ Α αυτός που έχει πυκνό, δασύ τρίχωμα, δασύτριχος, πυκνότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός / πυκινός + θρίξ, τριχός (πρβλ. ἀγλαό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • παχύτριχος — ον, Α αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. μικρό τριχος] …   Dictionary of Greek

  • σκοτοδασυπυκνόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (στην κωμωδία) αυτός που έχει μαύρο, δασύ και πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + δασύς + πυκνός + θρίξ, τριχός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”