βαρυ-ταρβής

βαρυ-ταρβής

βαρυ-ταρβής, τυμπάνου ἠχώ, schwer erschreckend, Aesch. frg. Edon. 51.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εριταρβής — ἐριταρβής, ές (Α) αυτός που φοβάται υπερβολικά, ο πολύ δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + ταρβής (< τάρβος «φόβος»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. α ταρβής, βαρυ ταρβής)] …   Dictionary of Greek

  • πολυταρβής — ές, ΜΑ πάρα πολύ φοβισμένος, τρομαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ταρβής (< τάρβος «φόβος»), πρβλ. βαρυ ταρβής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”