δρυ-τόμος

δρυ-τόμος

δρυ-τόμος, p. = δρυοτόμος, Holz fällend, substantivisch = der Holzfäller, vgl. δρῠς; Homer dreimal, Iliad. 11, 86. 16, 633. 23, 315; – sp. D., wie Opp. H. 5, 250; δρῡτόμος Qu. Sm. 13, 56.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • deru-, dō̆ ru-, dr(e)u-, drou-; dreu̯ǝ- : drū- —     deru , dō̆ ru , dr(e)u , drou ; dreu̯ǝ : drū     English meaning: tree     Deutsche Übersetzung: “Baum”, probably originally and actually “Eiche”     Note: see to the precise definition Osthoff Par. I 169 f., Hoops Waldb. 117 f.; in addition… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • φυλλοτόμος — ο / φυλλοτόμος, ον, ΝΑ νεοελλ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τών οποίων οι προνύμφες σχηματίζουν στοές στα φύλλα διαφόρων δένδρων αρχ. αυτός που κόβει, που τρυπάει τα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. δρυ τόμος,… …   Dictionary of Greek

  • λιθοτόμος — ο (Α λιθοτόμος, ον) το αρσ. ως ουσ. ο λιθοτόμος αυτός που κόβει ή οξορύσσει πέτρες, λατόμος αρχ. 1. ο κατάλληλος για τη θραύση λίθων 2. το αρσ. ως ουσ. α) κτίστης β) χειρουργός που αφαιρούσε τους λίθους τής κύστης 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοτόμον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”