βαρυ-πήμων

βαρυ-πήμων

βαρυ-πήμων, ον, schwer schadend, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καινοπήμων — καινοπήμων, ό, ἡ (Α) αυτός που έπαθε κάτι νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πήμων (< πῆμα, «δυστυχία, συμφορά»), πρβλ. αδικο πήμων, βαρυ πήμων] …   Dictionary of Greek

  • πολυπήμων — ύπημον, Α 1. ολέθριος, καταστρεπτικός 2. πολύπαθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πήμων (< πῆμα «συμφορά»), πρβλ. αδικο πήμων, βαρυ πήμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”