- βαρυ-πάλαμος
βαρυ-πάλαμος, χόλος, mit schwerer Hand, Pind. P. 11, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρυ-πάλαμος, χόλος, mit schwerer Hand, Pind. P. 11, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρπάλαμος — ον, και τ. ουσ. πυρπαλάμης, ὁ, Α 1. ο επιδέξια κατεργασμένος με τη χρήση φωτιάς ή αυτός που εκτινάσσεται σαν φλόγα φωτιάς («πυρπάλαμον βέλος» ο κεραυνός, Πινδ.) 2. (το ουσ.) ὁ πυρπαλάμης (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) (για πρόσ.) α) αυτός που… … Dictionary of Greek