- μαρτύρημα
μαρτύρημα, τό, das Zeugniß, Eur. Suppl. 1203.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαρτύρημα, τό, das Zeugniß, Eur. Suppl. 1203.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαρτύρημα — testimony neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτύρημα — και μαρτύρεμα, το (Α μαρτύρημα) [μαρτυρώ] νεοελλ. 1. η ανακοίνωση ή η κατάδοση επιλήψιμης πράξης που έκανε κάποιος («τα μαρτυρέματα δεν αρέσουν στον δάσκαλό μας») 2. βάσανο, ταλαιπωρία, μαρτυρεμός («τράβηξα μεγάλο μαρτύρεμα μ αυτόν τον άνθρωπο»)… … Dictionary of Greek
μαρτυρήμασιν — μαρτύρημα testimony neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτύρεμα — το βλ. μαρτύρημα … Dictionary of Greek