- μαρσίπιον
μαρσίπιον, τό, dim. vom Folgdn, Apollod. Car. bei Poll. 10, 152, wird auch μαρσύπιον, μαρσίππιον u. μαρσίππειον geschrieben, von Moeris als hellenistisch bezeichnet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαρσίπιον, τό, dim. vom Folgdn, Apollod. Car. bei Poll. 10, 152, wird auch μαρσύπιον, μαρσίππιον u. μαρσίππειον geschrieben, von Moeris als hellenistisch bezeichnet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαρσίπιο — το (AM μαρσίπιον και μαρσίππιον, Α και μαρσείπειον και μαρσυπεῑον) [μάρσιπος] μικρός μάρσιπος νεοελλ. καθένας από το ζεύγος δερμάτινων σάκων που αναρτώνται στις δύο πλευρές τής σέλας αλόγου νεοελλ. μσν. 1. βαλάντιο, πουγγί 2. σακίδιο στρατιωτών ή … Dictionary of Greek