- μαπέειν
μαπέειν, aor. II. zu μάρπτω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαπέειν, aor. II. zu μάρπτω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαπέειν — μάρπτω take hold of aor inf act (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαψ — (I) μάψ, ὁ (Α) είδος πτηνού. (II) μάψ (Α) επίρρ. 1. χωρίς αποτέλεσμα, μάταια, άσκοπα, ανώφελα 2. απερίσκεπτα, ανόητα, ασυλλόγιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίρρημα σε σ (πρβλ. εὐθύς, ἅπαξ), άγνωστης ετυμολ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λ.… … Dictionary of Greek