βαπτιστήριον

βαπτιστήριον

βαπτιστήριον, τό, die Badstube, Plin. Ep. 2, 17; Taufzelle, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βαπτιστήριον — swimming bath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτιστηρίοις — βαπτιστήριον swimming bath neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτιστηρίου — βαπτιστήριον swimming bath neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτιστηρίων — βαπτιστήριον swimming bath neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτιστηρίῳ — βαπτιστήριον swimming bath neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτιστήρια — βαπτιστήριον swimming bath neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαφτιστήρι — το και βαπτιστήριο (AM βαπτιστήριον) τόπος ή κτίσμα όπου γινόταν η τελετουργία του βαφτίσματος νεοελλ. 1. κολυμπήθρα 2. το παιδί που βάφτισε κάποιος ως ανάδοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βαφτιστήρι < βαπτιστήριον < βαπτίζω] …   Dictionary of Greek

  • Baptisterium — In classical antiquity, a baptisterium ( gr. βαπτιστήριον) was a large basin installed in private or public baths into which bathers could plunge, or even swim about. [Epist. ii. 17, 11 (cited by Peck)] It is more commonly called natatorium or… …   Wikipedia

  • Baptisterio — (Del lat. baptisterium < gr. baptisterion.) ► sustantivo masculino 1 ARQUITECTURA Parte de una iglesia o edificio adyacente a ella donde está la pila bautismal. 2 Pila bautismal. * * * baptisterio (del lat. «baptisterĭum», del gr.… …   Enciclopedia Universal

  • βαπτιστήριο — Η λέξη προέρχεται μάλλον από το baptisterium, τη μεγάλη δηλαδή δεξαμενή του λουτρού των ρωμαϊκών κατοικιών, που χρησιμοποιήθηκε πιθανότατα στις αρχές του χριστιανισμού για την τέλεση του μυστηρίου της βάπτισης. Τα πρώτα οικοδομήματα, που… …   Dictionary of Greek

  • βαφτίζω — (AM βαπτίζω) 1. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του βαπτίσματος 2. βυθίζω σε νερό ή άλλο υγρό («βάφτισε ο παπάς τον σταυρό στη λεκάνη», «ὁ διάβολος βαπτίσας τὸν ἀκροατήν ὕπνῳ») μσν. νεοελλ. 1.βαφτίζω κάποιον ως ανάδοχος («αναδέχομαι εκ της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”