- κἤφᾱ
κἤφᾱ, dor. = καὶ ἔφη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κἤφᾱ, dor. = καὶ ἔφη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κήφα — κἤφα (Α) δωρ. κράση τού καί ἔφη … Dictionary of Greek
κἤφα — ἔφᾱ , φημί Spir. Prooem. imperf ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Papyrus 123 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 123 … Deutsch Wikipedia
πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… … Dictionary of Greek