- πυκνό-στικτος
πυκνό-στικτος, dicht gepunktet, bunt, ἔλαφοι, Soph. O. C. 1094.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυκνό-στικτος, dicht gepunktet, bunt, ἔλαφοι, Soph. O. C. 1094.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικιλόστικτος — η, ο / ποικιλόστικτος, ον, ΝΑ αυτός που έχει ποικίλα στίγματα, κατάστικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + στικτός/ < στίζω), πρβλ. πυκνό στικτος] … Dictionary of Greek