- κῡμο-δέγμων
κῡμο-δέγμων, ἀκτή, die Fluth empfangend, aufnehmend, Eur. Hipp. 1173.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῡμο-δέγμων, ἀκτή, die Fluth empfangend, aufnehmend, Eur. Hipp. 1173.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοδέγμων — ον (AM θεοδέγμων, ον) αυτός που δέχεται ή δέχθηκε θεό (α. «θεοδέγμων θώκος» θρόνος στον οποίο κάθησε ο θεός β. «θεοδέγμων λαός» ο λαός που δέχθηκε τον θεό, που πίστεψε σ αυτόν). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. κυμο δέγμων, οικο … Dictionary of Greek
νεκροδέγμων — νεκροδέγμων, ον (Α) αυτός που δέχεται τους νεκρούς («Ἅιδου τού νεκροδέγμονος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο δέγμων, κυμο δέγμων] … Dictionary of Greek
οϊστοδέγμων — ὀϊστοδέγμων, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) (για φαρέτρα) αυτός που περιέχει βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. κυμο δέμγων] … Dictionary of Greek