- κῡδέστερος
κῡδέστερος, ruhmvoller (vgl. κυδίων,) ἐλπίδες, Pol. 3, 96, 7, Bekker liest mit Ernesti ἐπικυδέστρος, welches Wort häufiger vorkommt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῡδέστερος, ruhmvoller (vgl. κυδίων,) ἐλπίδες, Pol. 3, 96, 7, Bekker liest mit Ernesti ἐπικυδέστρος, welches Wort häufiger vorkommt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυδέστερος — κυδέστερος, έρα, ον (Α) πιο ένδοξος, πιο φημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος συγκριτ. τού επιθ. κυδρός, σχηματισμένος από το θ. τής λ. κῦδος + κατάλ. έστερος] … Dictionary of Greek