κῡανο-βενθής

κῡανο-βενθής

κῡανο-βενθής, ές, mit dunkler, schwarzer Tiefe, Ar. frg. 209 bei Ath. XI, 485 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοβενθής — θεοβενθής, ές (Μ) αυτός που έχει τον θεό στο βάθος τής καρδιάς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βενθής (< βένθος «βάθος»), πρβλ. κυανο βενθής, πολυ βενθής] …   Dictionary of Greek

  • πολυβενθής — ές, Α 1. αυτός που έχει μεγάλο βάθος, πολυβαθής* («πολυβενθὴς λίμνη», Απολλ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο βάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βενθής (< βένθος, τό «βυθός»), πρβλ. κυανο βενθής] …   Dictionary of Greek

  • κυανοβενθής — κυανοβενθής, ές (Α) (για ποτήρι ή για θάλασσα) αυτός που έχει σκούρο κυανό βυθό ή πυθμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + βενθής (< βένθος «βυθός»), πρβλ. πολυ βενθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”