- κῡματόδρομος
κῡματόδρομος, die Wellen durchlaufend, Schol. Lycophr. 789.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῡματόδρομος, die Wellen durchlaufend, Schol. Lycophr. 789.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυματοδρόμος — κυματοδρόμος, ον (Α) (για τον γλάρο) αυτός που περνά ή διατρέχει τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. οπλιτο δρόμος, ταχυ δρόμος] … Dictionary of Greek
κυματοδρομώ — κυματοδρομῶ, έω (Α) [κυματοδρόμος] διατρέχω τα κύματα … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
σερφίστας — ο, θηλ. σερφίστρια, Ν (ξεν. λ.) αυτός που κάνει σέρφινγκ, αθλητής τού σέρφινγκ, κυματοδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέρφινγκ* + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας)] … Dictionary of Greek