- κῡματόεις
κῡματόεις, εσσα, εν, wellenreich; Ῥόδος Arist. ep. 3 (App. 9, 23); Opp. H. 1, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῡματόεις, εσσα, εν, wellenreich; Ῥόδος Arist. ep. 3 (App. 9, 23); Opp. H. 1, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυματόεις — εσσα, εν (Α κυματόεις) (ποιητ. τ.) κυματίας*, γεμάτος κύματα, φουρτουνιασμένος, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. όεις, πρβλ. αιματ όεις, εγκατ όεις] … Dictionary of Greek
κυματόεντα — κυματόεις neut nom/voc/acc pl κυματόεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματόεντες — κυματόεις masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματόεντι — κυματόεις masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματόεντος — κυματόεις masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματόεσσα — κυματόεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματόεσσαν — κυματόεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek