- κῡφαλέος
κῡφαλέος, p. = κυφός; ἰξύς Phani. 4 (VI, 297).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῡφαλέος, p. = κυφός; ἰξύς Phani. 4 (VI, 297).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυφαλέος — κυφαλέος, α, ον (Α) (ποιητ. τ.) κυφός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, διψ αλέος)] … Dictionary of Greek
κυφαλέος — κῡφαλέος , κυφαλέος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφαλέα — κῡφαλέα , κυφαλέος neut nom/voc/acc pl κῡφαλέᾱ , κυφαλέος fem nom/voc/acc dual κῡφαλέᾱ , κυφαλέος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)