- κῡφότης
κῡφότης, ητος, ἡ, das Gekrümmt-, Buckligsein; Hippocr.; Heliod. 6, 11; ἀπὸ τῆς κυφότητος τὸ κύπελλον Ath. XI, 482.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῡφότης, ητος, ἡ, das Gekrümmt-, Buckligsein; Hippocr.; Heliod. 6, 11; ἀπὸ τῆς κυφότητος τὸ κύπελλον Ath. XI, 482.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυφότης — a being bent fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφότητα — κυφότης a being bent fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφότητι — κυφότης a being bent fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφότητος — κυφότης a being bent fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφότητα — η (AM κυφότης, ητος) [κυφός] 1. η ιδιότητα τού κυφού 2. ιατρ. η ραχιτική παραμόρφωση, η κύφωση τής σπονδυλικής στήλης, το καμπούριασμα (μσν. αρχ.) η στρογγυλότητα («ἀπὸ γὰρ τῆς κυφότητος τὸ κύπελλον», Αθήν.) … Dictionary of Greek