- γῡρίνη
γῡρίνη, ἡ, eine Kuchenart, Luc. Tragodop. 157.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γῡρίνη, ἡ, eine Kuchenart, Luc. Tragodop. 157.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυρίνη — γυρίνη, η (Α) [γύρις] είδος γλυκού … Dictionary of Greek
γυρίνην — γυρίνη cake fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γούρος — γοῡρος, ο (Α) είδος γλυκού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συσχετίστηκε με τα αρχ. γύρις «η άχνη τού αλευριού», αρχ. γυρίνη «είδος γλυκίσματος», ενώ δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για τ. τής λακωνικής ή τής βοιωτικής διαλέκτου, γεγονός που θα… … Dictionary of Greek