- κῡρίευσις
κῡρίευσις, ἡ, das Besitzen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κῡρίευσις, ἡ, das Besitzen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυρίευση — η (AM κυρίευσις) [κυριεύω] νεοελλ. μσν. καθυπόταξη, άλωση, κατάληψη μσν. κυριαρχία μσν. αρχ. κτήση, απόκτηση … Dictionary of Greek