- γῡρη-τόμος
γῡρη-τόμος, αὖλαξ, einen Kreis schneidend, beschreibend, Philip. 59 (IX, 274).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γῡρη-τόμος, αὖλαξ, einen Kreis schneidend, beschreibend, Philip. 59 (IX, 274).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαιμητόμος — ο (Α λαιμητόμος, ον) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η λαιμητόμος μηχανή εφοδιασμένη με πολύ βαρύ μαχαίρι που πέφτει από ψηλά, με την οποία γινόταν ο αποκεφαλισμός τών καταδικασμένων σε θάνατο, καρμανιόλα, γκιλοτίνα αρχ. αυτός που κόβει τον λαιμό, που… … Dictionary of Greek