κῡριο-κτόνος

κῡριο-κτόνος

κῡριο-κτόνος, den Herrn tödtend, mordend, Ios. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σαυροκτόνος — ο / σαυροκτόνος, ον, ΝΑ 1. αυτός που φονεύει σαύρες 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Σαυροκτόνος περίφημο άγαλμα τού Πραξιτέλους, που παρίστανε τον Απόλλωνα έτοιμο να φονεύσει σαύρα με λίθο ή βέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + κτόνος (< κτείνω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κυριοκτόνος — κυριοκτόνος, ον (AM) το αρσ. ως ουσ. ὁ κυριοκτόνος αυτός που θανάτωσε τον Κύριο αρχ. αυτός που φονεύει έναν κύριο, έναν δεσπότη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + κτόνος (< κτείνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”